- πολυκαιρινός
- -ή, -ό1. για πρόσωπα, ο μεγάλης ηλικίας.2. για πράγματα, παλιός, αλλ. καποτεσινός: Πολυκαιρινό έπιπλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυκαιρινός — ή, ό, Ν [πολυκαιρία] 1. αυτός που διαρκεί πολύ καιρό, μακροχρόνιος 2. παλιωμένος («πολυκαιρινό σπίτι») … Dictionary of Greek